- πάνδοκος
- και πανδόκος και πάνδοχος και πανδόχος, -ον, Α1. (για το πορθμείο τού Χάρωνος) αυτός που δέχεται όλους, κοινός για όλους2. επίθετο τών ιερών τόπων τής Ήλιδος και τών Δελφών (α. «πανδόκῳ ἄλσει», Πίνδ.β. «ἐν δόμοισι πανδόκοις ξένων», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -δοκός / -δοχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόκος / ξενο-δόχος].
Dictionary of Greek. 2013.